Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
ability
/əˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα, ευφυία;
USER: ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά
GT
GD
C
H
L
M
O
able
/ˈeɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, δυνάμενος, αρμόδιος, άξιος, όποιος μπορεί να, όποιος καταφέρνει, όποιος κατορθώνει, όποιος είναι στη θέση να;
USER: ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί
GT
GD
C
H
L
M
O
abolishes
/əˈbɒl.ɪʃ/ = VERB: καταργώ, θέτω τέρμα εις, ακυρώνω, καταλύω;
USER: καταργήθηκε, καταργηθεί, καταργήθηκαν, καταργούνται, καταργείται,
GT
GD
C
H
L
M
O
about
/əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον;
PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω;
USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το
GT
GD
C
H
L
M
O
abstraction
/æbˈstræk.ʃən/ = NOUN: αψέντι, αψίνθιο, αψίνθος
GT
GD
C
H
L
M
O
access
/ˈæk.ses/ = NOUN: πρόσβαση, είσοδος, προσέγγιση, προσχώρηση, φθάσιμο;
USER: πρόσβαση, μεταβείτε, πρόσβαση σε, πρόσβασης, έχουν πρόσβαση
GT
GD
C
H
L
M
O
account
/əˈkaʊnt/ = NOUN: λογαριασμός, απολογισμός, έκθεση;
VERB: λογαριάζω, δίδω λογαριασμόν;
USER: λογαριασμός, υπόψη, λογαριασμό, λογαριασμού, λόγω
GT
GD
C
H
L
M
O
accuracy
/ˈæk.jʊ.rə.si/ = NOUN: ακρίβεια;
USER: ακρίβεια, ακρίβειας, την ακρίβεια, ορθότητα, ακριβείας
GT
GD
C
H
L
M
O
activated
/ˈaktəˌvāt/ = VERB: θέτω εις ενέργειαν, δραστηριοποιώ;
USER: ενεργοποιείται, ενεργοποιημένη, ενεργοποιούνται, ενεργοποιηθεί, ενεργοποιημένο
GT
GD
C
H
L
M
O
actually
/ˈæk.tʃu.ə.li/ = ADVERB: πράγματι, πραγματικά;
USER: πραγματικά, πράγματι, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα, όντως, όντως
GT
GD
C
H
L
M
O
adopt
/əˈdɒpt/ = VERB: υιοθετώ, ενστερίζομαι;
USER: εγκρίνει, θεσπίζει, εγκρίνουν, υιοθετήσουν, εκδίδει
GT
GD
C
H
L
M
O
advanced
/ədˈvɑːnst/ = ADJECTIVE: προχωρημένος, ανώτερος;
USER: προηγμένες, προηγμένων, προχωρημένο, advanced, προηγμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
advising
/ədˈvaɪz/ = VERB: συμβουλεύω, προειδοποιώ, πληροφορώ, ειδοποιώ, παραίνω;
USER: συμβουλεύει, παροχή συμβουλών, την παροχή συμβουλών, συμβουλεύοντας, συμβουλεύουν
GT
GD
C
H
L
M
O
advocates
/ˈæd.və.keɪt/ = NOUN: συνήγορος, σύνδικος;
USER: υποστηρικτές, συνήγοροι, τάσσεται υπέρ της, τάσσεται υπέρ, υπερασπιστές
GT
GD
C
H
L
M
O
air
/eər/ = NOUN: αέρας, ύφος, άνεμος, χαβάς;
ADJECTIVE: αεροπορικός;
VERB: αερίζω;
USER: αέρας, αέρα, αεροπορικών, αέρος, του αέρα, του αέρα
GT
GD
C
H
L
M
O
alexa
= USER: alexa, Παγκόσμια, το alexa
GT
GD
C
H
L
M
O
all
/ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες;
NOUN: το όλο;
ADVERB: όλως;
USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
almost
/ˈɔːl.məʊst/ = ADVERB: téměř, skoro;
USER: σχεδόν, περίπου, σχεδόν σε, σχεδόν το, σχεδόν το
GT
GD
C
H
L
M
O
alone
/əˈləʊn/ = ADJECTIVE: μόνος;
USER: μόνος, μόνο, μόνη, και μόνο, μόνη της, μόνη της
GT
GD
C
H
L
M
O
already
/ɔːlˈred.i/ = ADVERB: ήδη, από τώρα;
USER: ήδη, έχουν ήδη, που έχουν ήδη, έχει ήδη, που ήδη, που ήδη
GT
GD
C
H
L
M
O
also
/ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον;
USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να
GT
GD
C
H
L
M
O
although
/ɔːlˈðəʊ/ = ADVERB: αν και, παρόλο, παρά;
CONJUNCTION: μολονότι;
USER: παρόλο, αν και, μολονότι, παρά, αν, αν
GT
GD
C
H
L
M
O
always
/ˈɔːl.weɪz/ = ADVERB: πάντοτε, διαρκώς;
USER: πάντοτε, πάντα, πάντα να, είναι πάντα, είναι πάντα
GT
GD
C
H
L
M
O
american
/əˈmer.ɪ.kən/ = NOUN: Αμερικανός;
ADJECTIVE: αμερικάνικος;
USER: Αμερικανός, Αμερικανική, american, αμερικάνικες, αμερικάνικο
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
analogous
/əˈnæl.ə.dʒi/ = ADJECTIVE: ανάλογος;
USER: ανάλογος, ανάλογο, ανάλογη, ανάλογες, ανάλογα
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
android
/ˈæn.drɔɪd/ = USER: android, το Android, ανδροειδών, αρρενωπό, ανδροειδές
GT
GD
C
H
L
M
O
another
/əˈnʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος, άλλο ένα, έτερος;
USER: άλλος, άλλο ένα, άλλο, άλλη, ένα άλλο, ένα άλλο
GT
GD
C
H
L
M
O
answer
/ˈɑːn.sər/ = NOUN: απάντηση;
VERB: απαντώ, αποκρίνομαι;
USER: απάντηση, απαντώ, απαντήσει, απαντήσετε, answer, answer
GT
GD
C
H
L
M
O
answers
/ˈɑːn.sər/ = NOUN: απάντηση;
VERB: απαντώ, αποκρίνομαι;
USER: απαντήσεις, απαντήσεων, τις απαντήσεις, απαντήσεις που, απάντηση, απάντηση
GT
GD
C
H
L
M
O
any
/ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας;
USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε
GT
GD
C
H
L
M
O
anyone
/ˈen.i.wʌn/ = PRONOUN: κάποιος, οιοσδήποτε;
USER: κάποιος, κανέναν, οποιονδήποτε, καθένας, κανείς
GT
GD
C
H
L
M
O
appeared
/əˈpɪər/ = VERB: εμφανίζομαι, φαίνομαι;
USER: εμφανίστηκε, εμφανίστηκαν, φαίνεται, φάνηκε, φαινόταν
GT
GD
C
H
L
M
O
apple
/ˈæp.l̩/ = NOUN: μήλο, κόρη οφθαλμού;
USER: μήλο, μήλου, της Apple, μήλων, apple
GT
GD
C
H
L
M
O
appliances
/əˈplaɪ.əns/ = NOUN: συσκευή, εφαρμογή, όργανο;
USER: συσκευές, συσκευών, οικιακές συσκευές, συσκευές που, εξοπλισμού
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
arguing
/ˈɑːɡ.juː/ = VERB: διαπληκτίζομαι, συζητώ, αμφισβητώ, φιλονικώ, παρατάσσω επιχειρήματα υπέρ ή κατά;
USER: υποστηρίζοντας, με το επιχείρημα, το επιχείρημα, επιχείρημα, ισχυριζόμενος
GT
GD
C
H
L
M
O
arkansas
= USER: Αρκάνσας, Arkansas
GT
GD
C
H
L
M
O
around
/əˈraʊnd/ = ADVERB: γύρω, τριγύρω;
USER: γύρω, γύρω από, περίπου, όλο, σε όλο, σε όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
arrangements
/əˈrānjmənt/ = NOUN: ετοιμασίες, ετοιμασίες;
USER: ρυθμίσεις, διευθετήσεις, ρυθμίσεων, καθεστώς, συμφωνίες
GT
GD
C
H
L
M
O
arrival
/əˈraɪ.vəl/ = NOUN: άφιξη, φθάσιμο, κατάληξη σε ένα συμπέρασμα, άλευση;
USER: άφιξη, άφιξης, την άφιξη, άφιξή, την άφιξή
GT
GD
C
H
L
M
O
article
/ˈɑː.tɪ.kl̩/ = NOUN: άρθρο, αντικείμενο, είδος, πράγμα;
USER: άρθρο, αντικείμενο, άρθρου, το άρθρο, του άρθρου
GT
GD
C
H
L
M
O
artificial
/ˌɑː.tɪˈfɪʃ.əl/ = ADJECTIVE: τεχνητός;
USER: τεχνητός, τεχνητή, τεχνητό, τεχνητά, τεχνητές
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
asked
/ɑːsk/ = ADJECTIVE: ερωτηθείς;
USER: ρώτησε, ζήτησε, Έγινε, ζητηθεί, ζήτησε από
GT
GD
C
H
L
M
O
aspect
/ˈæs.pekt/ = NOUN: άποψη, άποψις, όψις;
USER: άποψη, πτυχή, πλευρά, όψη, στοιχείο
GT
GD
C
H
L
M
O
assistants
/əˈsɪs.tənt/ = NOUN: βοηθός;
USER: βοηθοί, βοηθών, βοηθούς, τους βοηθούς, των βοηθών
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
audio
/ˈɔː.di.əʊ/ = USER: audio, ήχου, ήχο, ήχος, ακουστικά
GT
GD
C
H
L
M
O
backing
/ˈbæk.ɪŋ/ = NOUN: υποστήριξη;
USER: υποστήριξη, δημιουργία αντιγράφων, τη δημιουργία αντιγράφων, αντιγράφων, την υποστήριξη
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
becoming
/bɪˈkʌm.ɪŋ/ = ADJECTIVE: ταιριαστός, θελκτικός;
USER: να γίνει, γίνει, όλο και, γίνεται, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
been
/biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει
GT
GD
C
H
L
M
O
before
/bɪˈfɔːr/ = CONJUNCTION: προτού, πριν να, προτιμότερο του να;
ADVERB: μπροστά, ενώπιο;
PREPOSITION: μπροστά;
USER: προτού, πριν να, μπροστά, πριν, πριν από, πριν από
GT
GD
C
H
L
M
O
being
/ˈbiː.ɪŋ/ = NOUN: ύπαρξη, ο, ζωή, ουσία, υπόσταση;
USER: ύπαρξη, είναι, να, να είναι, που είναι, που είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
better
/ˈbet.ər/ = ADVERB: καλύτερα, προτιμότερο;
ADJECTIVE: καλύτερος, μεγαλύτερος, καταλληλότερος;
VERB: καλυτερεύω, βελτιώνω;
NOUN: αυτός που στοιχηματίζει;
USER: καλύτερα, καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες
GT
GD
C
H
L
M
O
between
/bɪˈtwiːn/ = PREPOSITION: μεταξύ, ανάμεσα;
ADVERB: μεταξύ δύο, στο ενδιάμεσο, εν τω μεταξύ;
USER: μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ των, μεταξύ της, μεταξύ του, μεταξύ του
GT
GD
C
H
L
M
O
big
/bɪɡ/ = ADJECTIVE: μεγάλος, μεγαλόσωμος, μέγας, αξιόλογος, χονδρός;
USER: μεγάλος, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα
GT
GD
C
H
L
M
O
bot
/bɒt/ = USER: bot, του bot, bot με, το bot
GT
GD
C
H
L
M
O
both
/bəʊθ/ = PRONOUN: και οι δύο, αμφοτέροι;
USER: και οι δύο, τόσο, δύο, και, οι δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
bots
/bɒt/ = USER: bots, ρομπότ, bots για, τα bots
GT
GD
C
H
L
M
O
breakthroughs
/ˈbreɪk.θruː/ = NOUN: ρήγμα;
USER: ανακαλύψεις, ανακαλύψεων, καινοτομίες, άλματα, επιτεύγματα
GT
GD
C
H
L
M
O
british
/ˈbrɪt.ɪʃ/ = NOUN: Βρετανοί, Βρετανός;
ADJECTIVE: βρεταννικός;
USER: Βρετανοί, Βρετανός, Βρετανική, british, βρετανικό
GT
GD
C
H
L
M
O
building
/ˈbɪl.dɪŋ/ = NOUN: κτίριο, οικοδομή;
USER: κτίριο, κτιρίου, κτήριο, οικοδόμηση, κτηρίου
GT
GD
C
H
L
M
O
built
/ˌbɪltˈɪn/ = ADJECTIVE: χτίστηκε το;
USER: χτισμένο, χτίστηκε, κατασκευαστεί, χτισμένη, κτισμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
but
/bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις;
PREPOSITION: εκτός;
USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
c
/ˌsiː.plʌsˈplʌs/ = USER: ντο, γ,
GT
GD
C
H
L
M
O
calendars
/ˈkæl.ɪn.dər/ = NOUN: ημερολόγιο, καζαμίας;
USER: ημερολόγια, ημερολογίων, τα ημερολόγια, χρονοδιαγράμματα, ημερολόγιά
GT
GD
C
H
L
M
O
call
/kɔːl/ = NOUN: κλήση, πρόσκληση, ζήτηση, επίσκεψη, φωνή, κραυγή, αιτία, συνδιάλεξη;
VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι;
USER: κλήση, πρόσκληση, καλώ, αποκαλώ, call
GT
GD
C
H
L
M
O
can
/kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές;
USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
captured
/ˈkæp.tʃər/ = VERB: αιχμαλωτίζω, συλλαμβάνω, κατακτώ, κυριεύω;
USER: συλλαμβάνονται, κατέλαβε, συλληφθεί, συλλαμβάνεται, συνέλαβε
GT
GD
C
H
L
M
O
carriages
/ˈkær.ɪdʒ/ = NOUN: μεταφορά, άμαξα, βαγόνι, όχημα, μεταφορικά, παράστημα, κορμοστασία, βάδισμα;
USER: άμαξες, καροτσάκια, καρότσια, βαγόνια, φορεία
GT
GD
C
H
L
M
O
cars
/kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα;
USER: αυτοκίνητα, τα αυτοκίνητα, αυτοκινήτων, αυτοκίνητα που, οχήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
cases
/keɪs/ = NOUN: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, κιβώτιο, κατάσταση, ζήτημα, πτώση, ιστορικό, πτώση γραμματικής;
VERB: θέτω σε θήκη, θέτω σε κιβώτιο;
USER: περιπτώσεις, υποθέσεις, περιπτώσεων, τις περιπτώσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
casting
/kast/ = NOUN: χύσιμο, αντίτυπο;
USER: χύσιμο, χύτευση, χύτευσης, χυτεύσεως, casting
GT
GD
C
H
L
M
O
centres
/ˈsen.tər/ = NOUN: κέντρο, κέντρο, κέντρο, κέντρο;
VERB: συγκεντρώνω, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω, κεντράρω, κεντράρω;
USER: κέντρα, κέντρων, τα κέντρα, κέντρο
GT
GD
C
H
L
M
O
christmas
/ˈkrɪs.məs/ = NOUN: Χριστούγεννα;
ADJECTIVE: χριστουγεννιάτικος;
USER: Χριστούγεννα, Χριστουγεννιάτικα, Χριστουγέννων, χριστουγεννιάτικο, christmas
GT
GD
C
H
L
M
O
cloud
/klaʊd/ = NOUN: σύννεφο, νέφος, νεφέλη;
VERB: συννεφιάζω, βουρκώνω;
USER: σύννεφο, νέφος, cloud, νέφους, νεφών
GT
GD
C
H
L
M
O
coherent
/kəʊˈhɪə.rənt/ = ADJECTIVE: συναφής, συνδεδεμένος, έχων συνοχή;
USER: συνεκτική, συνεκτικό, συνεκτικού, συνεκτικής, συνεπή
GT
GD
C
H
L
M
O
coherently
/kəʊˈhɪə.rənt/ = USER: συνεκτικά, συνεκτικό, συνεκτική, με συνέπεια, συνέπεια
GT
GD
C
H
L
M
O
comes
/kʌm/ = USER: έρχεται, προέρχεται, πρόκειται, βγαίνει, αφορά, αφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
commands
/kəˈmɑːnd/ = NOUN: εντολή, διοίκηση, διαταγή, ηγεσία, προσταγή, κυριαρχία;
VERB: προστάζω, διοικώ;
USER: εντολές, εντολών, τις εντολές, εντολές που, εντολές του
GT
GD
C
H
L
M
O
communication
/kəˌmjuː.nɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: ανακοίνωση, επικοινωνία, μετάδοση, συνεννόηση, συγκοινωνία, πληροφορία, είδηση, μήνυμα;
USER: επικοινωνία, ανακοίνωση, επικοινωνίας, ανακοίνωση της, επικοινωνιών
GT
GD
C
H
L
M
O
companies
/ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή;
USER: εταιρείες, επιχειρήσεις, εταιρίες, οι εταιρείες, εταιρειών
GT
GD
C
H
L
M
O
company
/ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή;
USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας
GT
GD
C
H
L
M
O
complex
/ˈkɒm.pleks/ = NOUN: συγκρότημα, σύμπλεγμα, κόμπλεξ;
ADJECTIVE: πολύπλοκος, σύνθετος, σύμπλοκος, πολυσύνθετος;
USER: συγκρότημα, σύμπλεγμα, πολύπλοκος, σύνθετος, πολύπλοκες
GT
GD
C
H
L
M
O
complicate
/ˈkɒm.plɪ.keɪt/ = VERB: περιπλέκω, μπερδεύω;
USER: περιπλέκουν, περιπλέξει, περιπλέξουν, περιπλέκει, περιέπλεκε
GT
GD
C
H
L
M
O
computer
/kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής;
USER: ηλεκτρονικός υπολογιστής, υπολογιστή, υπολογιστής, τον υπολογιστή, υπολογιστών
GT
GD
C
H
L
M
O
computerised
/kəmˈpyo͞otəˌrīz/ = USER: μηχανογραφικό, μηχανογραφημένο, μηχανογραφημένη, ηλεκτρονικά, ηλεκτρονική
GT
GD
C
H
L
M
O
computers
/kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής;
USER: υπολογιστές, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, υπολογιστών, ηλεκτρονικών υπολογιστών, ηλεκτρονικοί υπολογιστές
GT
GD
C
H
L
M
O
computing
/kəmˈpjuː.tɪŋ/ = NOUN: χρήση υπολογιστή;
USER: πληροφορική, computing, υπολογιστών, υπολογιστική, πληροφορικής
GT
GD
C
H
L
M
O
concerned
/kənˈsɜːnd/ = ADJECTIVE: ενδιαφερόμενος, ανήσυχος;
USER: ενδιαφερόμενος, εν, εν λόγω, ενδιαφερόμενο, ενδιαφερόμενα
GT
GD
C
H
L
M
O
concerns
/kənˈsɜːn/ = NOUN: ανησυχία, μέριμνα, φροντίδα, υπόθεση, σχέση, συμφέρο, εμπορικός οίκος;
VERB: ανησυχώ, αφορώ, νοιάζομαι, ενδιαφέρω;
USER: ανησυχίες, ανησυχιών, τις ανησυχίες, προβληματισμούς, αφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
connected
/kəˈnek.tɪd/ = ADJECTIVE: συνδεδεμένος;
USER: συνδεδεμένος, συνδέεται, συνδέονται, συνδεδεμένο, συνδεθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
consumers
/kənˈsjuː.mər/ = NOUN: καταναλωτής;
USER: καταναλωτές, τους καταναλωτές, καταναλωτών, οι καταναλωτές, των καταναλωτών
GT
GD
C
H
L
M
O
context
/ˈkɒn.tekst/ = NOUN: συμφραζόμενα, γενικό πλαίσιο, συναφής έκφραση;
USER: συμφραζόμενα, πλαίσιο, πλαίσια, πλαίσιο αυτό, πλαισίου
GT
GD
C
H
L
M
O
control
/kənˈtrəʊl/ = NOUN: έλεγχος, ρύθμιση, εξουσία, διακόπτης;
VERB: ελέγχω, ρυθμίζω, εξουσιάζω, συγκρατώ, επαληθεύω;
USER: έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου, ελέγχουν, ελέγχει
GT
GD
C
H
L
M
O
convenience
/kənˈviː.ni.əns/ = NOUN: ευκολία, άνεση;
USER: ευκολία, άνεση, εξυπηρέτησή, καλύτερη εξυπηρέτησή, την καλύτερη εξυπηρέτησή
GT
GD
C
H
L
M
O
convenient
/kənˈviː.ni.ənt/ = ADJECTIVE: βολικός, κατάλληλος, εύκολος, αναπαυτικός;
USER: βολικός, κατάλληλος, εύκολος, βολικό, βολική
GT
GD
C
H
L
M
O
conversation
/ˌkɒn.vəˈseɪ.ʃən/ = NOUN: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνδιάλεξη, συνδιάλλαξη;
USER: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνομιλίας, συζήτησης, συζήτησης
GT
GD
C
H
L
M
O
conversations
/ˌkɒn.vəˈseɪ.ʃən/ = NOUN: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνδιάλεξη, συνδιάλλαξη;
USER: συνομιλίες, συζητήσεις, συνομιλιών, τις συνομιλίες, συζητήσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
converse
/ˈkɒn.vɜːs/ = NOUN: αντίστροφο, αντίθετο, ομιλία, αντίστροφος;
VERB: συνομιλώ, συνδιαλέγομαι;
ADJECTIVE: αντίστροφος;
USER: αντίστροφο, συνομιλώ, συνδιαλέγομαι, αντίθετο, συνομιλούν
GT
GD
C
H
L
M
O
corporate
/ˈkɔː.pər.ət/ = ADJECTIVE: εταιρικός, συντεχνιακός, συλλογικός, συνεταιρικός, συσσωματωμένος, ηνωμένος, σωματειακός;
USER: εταιρικός, εταιρική, εταιρικής, εταιρικών, την εταιρική
GT
GD
C
H
L
M
O
could
/kʊd/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
USER: θα μπορούσε να, θα μπορούσε, θα μπορούσαν, μπορούσε να, μπορούσε, μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
culled
/kʌl/ = VERB: εκλέγω, δρέπω;
USER: σφάζονται, θανατωθεί, που θανατώθηκαν, θανατώθηκαν, θανατώνονται,
GT
GD
C
H
L
M
O
current
/ˈkʌr.ənt/ = NOUN: ρεύμα, ρους;
ADJECTIVE: τρέχων, ισχύων, τωρινός, τρεχούμενος, σύγχρονος, κυκλοφορών;
USER: ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, σημερινή
GT
GD
C
H
L
M
O
cycle
/ˈsaɪ.kl̩/ = NOUN: κύκλος, ποδήλατο, περίοδος, μοτοσυκλέτα;
VERB: ποδηλατώ, κάνω ποδήλατο;
USER: κύκλος, κύκλου, κύκλο, του κύκλου, τον κύκλο
GT
GD
C
H
L
M
O
cylindrical
/sɪˈlɪn.drɪ.kəl/ = ADJECTIVE: κυλινδρικός;
USER: κυλινδρικός, κυλινδρικό, κυλινδρική, κυλινδρικού, κυλινδρικά
GT
GD
C
H
L
M
O
data
/ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο;
USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα
GT
GD
C
H
L
M
O
deal
/dɪəl/ = NOUN: συμφωνία, μεταχείριση, μοιρασιά;
VERB: μοιράζω, καταφέρω, μεταχειρίζομαι;
USER: αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση, αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσει, ασχοληθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
deep
/diːp/ = ADJECTIVE: βαθύς;
USER: βαθύς, βαθιά, βαθύ, βάθος, βαθιές
GT
GD
C
H
L
M
O
dependably
= USER: αξιόπιστα,
GT
GD
C
H
L
M
O
destined
/ˈdes.tɪnd/ = VERB: προορίζω;
USER: προορίζονται, που προορίζονται, προορίζεται, προορίζονταν, προοριζόμενα
GT
GD
C
H
L
M
O
determining
/dɪˈtɜː.mɪn/ = VERB: καθορίζω, προσδιορίζω, υπολογίζω, ορίζω, πείθω;
USER: τον προσδιορισμό, τον καθορισμό, προσδιορισμό, καθορισμού, καθορισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
develops
/dɪˈvel.əp/ = VERB: αναπτύσσω, εμφανίζω;
USER: αναπτύσσει, αναπτύσσεται, εξελίσσεται, αναπτύξει, αναπτυχθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
device
/dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι;
USER: συσκευή, συσκευής, διάταξη, τη συσκευή, διάταξης
GT
GD
C
H
L
M
O
devices
/dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι;
USER: συσκευές, συσκευών, διατάξεις, συσκευές που, διατάξεων
GT
GD
C
H
L
M
O
dictating
/dɪkˈteɪt/ = VERB: υπαγορεύω, προστάζω, διατάσσω;
USER: υπαγόρευσης, υπαγορεύει, να υπαγορεύει, που υπαγορεύει,
GT
GD
C
H
L
M
O
dictation
/dɪkˈteɪ.ʃən/ = NOUN: υπαγόρευση, ορθογραφία, διαταγή;
USER: υπαγόρευση, υπαγόρευσης, ηχογράφησης, από υπαγόρευση, της υπαγόρευσης, της υπαγόρευσης
GT
GD
C
H
L
M
O
difficult
/ˈdɪf.ɪ.kəlt/ = ADJECTIVE: δύσκολος;
USER: δύσκολος, δύσκολο, δύσκολη, δύσκολα, δύσκολες, δύσκολες
GT
GD
C
H
L
M
O
dilemma
/daɪˈlem.ə/ = NOUN: δίλημμα;
USER: δίλημμα, το δίλημμα, διλήμματος, δίλημμα που
GT
GD
C
H
L
M
O
do
/də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
NOUN: ντο, υποδοχή;
USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
doing
/ˈduː.ɪŋ/ = NOUN: πράξη, έργο;
ADJECTIVE: πράττων;
USER: πράξη, κάνει, κάνουν, να κάνει, κάνετε, κάνετε
GT
GD
C
H
L
M
O
don
/dɒn/ = NOUN: υφηγητής, κύριος;
USER: don, Δεν, Δον, Ντον, φορά, φορά
GT
GD
C
H
L
M
O
down
/daʊn/ = ADVERB: κάτω, χάμω;
NOUN: χνούδι, πούπουλο;
USER: κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορισμό, καθορίζονται, καθορίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
dramatic
/drəˈmæt.ɪk/ = ADJECTIVE: δραματικός, συνταρακτικός;
USER: δραματικός, δραματική, δραματικές, δραματικό, δραματικά
GT
GD
C
H
L
M
O
driven
/ˈdrɪv.ən/ = VERB: οδηγώ, κινώ, προωθώ, άγω, αμαξοπορώ, διώκω;
USER: οδηγείται, με γνώμονα, οδηγούνται, καθοδηγείται, κινούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
driving
/ˈdraɪ.vɪŋ/ = NOUN: οδήγηση;
USER: οδήγηση, οδήγησης, την οδήγηση, κινητήρια, πάτε
GT
GD
C
H
L
M
O
e
/iː/ = NOUN: μι;
USER: ε, e, ηλεκτρονικού, Αποστολή e, ηλεκτρονικό
GT
GD
C
H
L
M
O
echo
/ˈek.əʊ/ = VERB: ηχώ, αντηχώ;
NOUN: αντήχηση, αντίλαλος;
USER: ηχώ, echo, επαναλάβω, απηχούν, αντηχούν
GT
GD
C
H
L
M
O
edition
/ɪˈdɪʃ.ən/ = NOUN: έκδοση;
USER: έκδοση, εκδόσεις, έκδοσης, έκδοσης
GT
GD
C
H
L
M
O
elaborate
/ɪˈlæb.ər.ət/ = VERB: επεξεργάζομαι, εκπονώ;
ADJECTIVE: επεξεργασμένος, λεπτομερής, περίτεχνος, περίπλοκος;
USER: επεξεργαστεί, επεξεργάζονται, επεξεργασία, εκπονήσουν, εκπονήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
else
/els/ = ADVERB: αλλού, αλλιώς;
USER: αλλιώς, αλλού, άλλο, άλλος, άλλου, άλλου
GT
GD
C
H
L
M
O
emerging
/ɪˈmɜː.dʒɪŋ/ = VERB: αναδύομαι, αναφαίνομαι;
USER: αναδυόμενες, αναδυόμενων, αναδυόμενη, τις αναδυόμενες, αναδύεται
GT
GD
C
H
L
M
O
engagingly
= USER: συναρπαστικά, engagingly,
GT
GD
C
H
L
M
O
enough
/ɪˈnʌf/ = ADVERB: αρκετά;
ADJECTIVE: αρκετός, κάμποσος;
USER: αρκετά, αρκετός, αρκετό, αρκετή, αρκεί, αρκεί
GT
GD
C
H
L
M
O
entering
/ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω;
USER: εισέρχονται, εισέρχεται, που εισέρχονται, είσοδο, την είσοδο
GT
GD
C
H
L
M
O
equal
/ˈiː.kwəl/ = ADJECTIVE: ίσος;
VERB: ισοφαρίζω, ισώνω, ισούμαι, είμαι ίσον;
USER: ίσος, ίση, ίσης, ίσο, ίσες
GT
GD
C
H
L
M
O
even
/ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως;
ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος;
NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός;
USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και
GT
GD
C
H
L
M
O
every
/ˈev.ri/ = PRONOUN: κάθε, πας, έκαστος;
USER: κάθε, σε κάθε, ανά, ανά
GT
GD
C
H
L
M
O
examples
/ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα;
USER: παραδείγματα, παραδειγμάτων, τα παραδείγματα, παραδείγματα που, δείγματα
GT
GD
C
H
L
M
O
existing
/ɪɡˈzɪs.tɪŋ/ = VERB: υπάρχω, ζω, υφίσταμαι;
USER: υφιστάμενες, υπάρχουσες, υπάρχοντα, υφιστάμενα, υφιστάμενων
GT
GD
C
H
L
M
O
extend
/ɪkˈstend/ = VERB: επεκτείνω, παρατείνω, εκτείνω, τείνω, εκτείνομαι;
USER: επέκταση, επεκτείνουν, εκτείνονται, παρατείνει, επεκτείνει
GT
GD
C
H
L
M
O
far
/fɑːr/ = ADVERB: μακριά, πολύ μακριά;
ADJECTIVE: μακρινός;
USER: μακριά, πολύ μακριά, πολύ, τώρα, μέτρο, μέτρο
GT
GD
C
H
L
M
O
fast
/fɑːst/ = ADVERB: γρήγορα, με ταχύ ρυθμό;
ADJECTIVE: γρήγορος, ταχύς, στερεός, άσωτος;
NOUN: νηστεία;
VERB: νηστεύω;
USER: γρήγορα, γρήγορος, γρήγορη, γρήγορο, ταχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
fbi
/ˌef.biːˈaɪ/ = USER: FBI, του FBI
GT
GD
C
H
L
M
O
few
/fjuː/ = ADJECTIVE: λίγοι, μερικοί, ολίγοι;
USER: λίγοι, μερικοί, λίγα, μερικά, λίγες, λίγες
GT
GD
C
H
L
M
O
fiction
/ˈfɪk.ʃən/ = NOUN: μυθιστόρημα, μύθος;
USER: μυθιστόρημα, μύθος, φαντασίας, φαντασία, μυθοπλασίας
GT
GD
C
H
L
M
O
flourish
/ˈflʌr.ɪʃ/ = NOUN: κόσμημα, ποίκιλμα, ανθηρολογία;
VERB: ανθώ, κραδαίνω, επισείω, ακμάζω, προκόβω;
USER: άνθηση, ανθίσει, ανθίσουν, ακμάζουν, ανθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
foreign
/ˈfɒr.ən/ = ADJECTIVE: αλλοδαπός, ξένος, μέτοικος;
USER: ξένος, αλλοδαπός, ξένων, ξένες, εξωτερικού, εξωτερικού
GT
GD
C
H
L
M
O
form
/fɔːm/ = NOUN: μορφή, φόρμα, σχήμα, τύπος, τρόπος, έντυπο υπόδειγμα;
VERB: σχηματίζω, διαμορφώνω, συγκροτώ, μορφώ;
USER: μορφή, φόρμα, έντυπο, μορφής, υπό μορφή
GT
GD
C
H
L
M
O
forms
/fɔːm/ = NOUN: μορφή, φόρμα, σχήμα, τύπος, τρόπος, έντυπο υπόδειγμα;
VERB: σχηματίζω, διαμορφώνω, συγκροτώ, μορφώ;
USER: έντυπα, μορφές, εντύπων, φόρμες, μορφών
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
full
/fʊl/ = ADJECTIVE: γεμάτος, χορτάτος, άρτιος, μεστός;
VERB: γναφεύω, καθαρίζω και ετοιμάζω υφάσματα;
USER: γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρης, πλήρες, πλήρες
GT
GD
C
H
L
M
O
further
/ˈfɜː.ðər/ = ADVERB: περαιτέρω, ακόμη, μακρύτερα, μάλλον;
ADJECTIVE: απώτερος;
VERB: προάγω;
USER: περαιτέρω, ακόμη, την περαιτέρω, επιπλέον, περισσότερες
GT
GD
C
H
L
M
O
getting
/ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω;
USER: να πάρει, πάρει, να, παίρνει, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
grant
/ɡrɑːnt/ = NOUN: χορήγηση, παραχώρηση, δωρεά;
VERB: δίνω, παρέχω, παραχωρώ, χαρίζω;
USER: χορηγεί, χορηγήσουν, χορηγούν, χορήγηση, χορηγήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
granted
/ɡrɑːnt/ = VERB: δίνω, παρέχω, παραχωρώ, χαρίζω;
USER: χορηγείται, χορηγήθηκαν, χορηγούνται, χορηγηθεί, χορηγήθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
growing
/ˈɡrəʊ.ɪŋ/ = VERB: καλλιεργώ, αυξάνομαι, γίνομαι, αυξάνω, φυτρώνω, φύομαι;
USER: αυξάνεται, καλλιέργεια, καλλιέργειας, αυξανόμενη, αυξανόμενες
GT
GD
C
H
L
M
O
handle
/ˈhæn.dəl/ = NOUN: λαβή, χερούλι, μανίκι;
VERB: χειρίζομαι;
USER: λαβή, χειριστεί, χειρίζονται, χειρισμό, να χειριστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
handles
/ˈhæn.dəl/ = NOUN: λαβή, χερούλι, μανίκι;
USER: λαβές, χειρίζεται, χειρολαβές, χερούλια, διαχειρίζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
handling
/ˈhænd.lɪŋ/ = ADJECTIVE: χειριζόμενος;
USER: χειρισμό, χειρισμού, το χειρισμό, χειρισμός, χειρισμό των
GT
GD
C
H
L
M
O
handsets
/ˈhænd.set/ = USER: συσκευές, κινητά τηλέφωνα, ακουστικά, τηλέφωνα, συσκευών
GT
GD
C
H
L
M
O
has
/hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
have
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε
GT
GD
C
H
L
M
O
headline
/ˈhed.laɪn/ = NOUN: επικεφαλίδα, τίτλος εφημερίδας;
USER: επικεφαλίδα, τίτλο, τίτλος, Μότο, Headline
GT
GD
C
H
L
M
O
help
/help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός;
VERB: βοηθώ;
USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει
GT
GD
C
H
L
M
O
hey
/heɪ/ = INTERJECTION: Γειά!;
USER: γειά, hey, Έι, Γεια σου, Ει
GT
GD
C
H
L
M
O
highlight
/ˈhaɪ.laɪt/ = NOUN: αποκορύφωμα;
VERB: δίδω έμφασιν;
USER: επισημάνετε, τονίζουν, υπογραμμίζουν, τονίσει, επισημάνω
GT
GD
C
H
L
M
O
his
/hɪz/ = PRONOUN: του, αυτού, δικός του, ιδικός του, ιδικός του
GT
GD
C
H
L
M
O
hold
/həʊld/ = NOUN: αμπάρι, κύτος, κράτηση, πιάσιμο;
VERB: κρατώ, κατέχω, συγκρατώ, διατηρώ, βαστάζω, πιάνω;
USER: κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
horses
/hɔːs/ = NOUN: άλογο, ίππος;
USER: άλογα, αλόγων, τα άλογα, ίππων, ίππους
GT
GD
C
H
L
M
O
households
/ˈhousˌ(h)ōld/ = NOUN: νοικοκυριό, οικογένεια, σπιτικό, οικοκυριό;
USER: νοικοκυριά, τα νοικοκυριά, νοικοκυριών, των νοικοκυριών
GT
GD
C
H
L
M
O
how
/haʊ/ = ADVERB: πως;
CONJUNCTION: πως, πόσον;
USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο
GT
GD
C
H
L
M
O
however
/ˌhaʊˈev.ər/ = CONJUNCTION: ωστόσο, μολαταύτα;
ADVERB: εν τούτοις, οπωσδήποτε;
USER: ωστόσο, όμως, εντούτοις, πάντως, πάντως
GT
GD
C
H
L
M
O
huge
/hjuːdʒ/ = ADJECTIVE: τεράστιος, πελώριος, θεόρατος, υπερμεγέθης, γιγαντόσωμος, παμμέγεθης;
USER: τεράστιος, τεράστια, τεράστιο, τεράστιες, Ο
GT
GD
C
H
L
M
O
humans
/ˈhjuː.mən/ = USER: τον άνθρωπο, ανθρώπους, άνθρωπο, άνθρωποι, οι άνθρωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
icons
/ˈaɪ.kɒn/ = NOUN: εικόνισμα, εικών;
USER: εικονίδια, εικόνες, εικόνων, τα εικονίδια, εικονιδίων
GT
GD
C
H
L
M
O
if
/ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου;
USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
imagine
/ɪˈmædʒ.ɪn/ = VERB: φαντάζομαι;
USER: φαντάζομαι, φανταστείτε, φανταστεί κανείς, φανταστούμε, φανταστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
impact
/imˈpakt/ = NOUN: σύγκρουση;
VERB: προσκρούω, εμπήγω;
USER: επιπτώσεις, επίπτωση, αντίκτυπος, επιπτώσεων, αντίκτυπο
GT
GD
C
H
L
M
O
implications
/ˌɪm.plɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: υπαινιγμός, ενοχή, συμπερασμός, ενοχοποίηση;
USER: επιπτώσεις, συνέπειες, συνεπειών, τις επιπτώσεις, επίπτωση
GT
GD
C
H
L
M
O
improving
/ɪmˈpruːv/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω;
USER: βελτίωση, τη βελτίωση, βελτίωση της, τη βελτίωση της, βελτιώνοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
indistinguishable
/ˌɪn.dɪˈstɪŋ.ɡwɪ.ʃə.bl̩/ = ADJECTIVE: δυσδιάκριτος;
USER: δυσδιάκριτες, δυσδιάκριτα, διακριθούν, διακριθεί, διακρίνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
information
/ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση;
USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
input
/ˈɪn.pʊt/ = NOUN: εισαγωγή, ενέργεια, εισαγόμενη δύναμη;
USER: εισαγωγή, εισόδου, είσοδο, εισροών, εισαγωγής
GT
GD
C
H
L
M
O
intelligence
/inˈtelijəns/ = NOUN: νοημοσύνη, εξυπνάδα, πληροφορία, είδηση;
USER: νοημοσύνη, εξυπνάδα, νοημοσύνης, ευφυΐα, μυστικών
GT
GD
C
H
L
M
O
interact
/ˌɪn.təˈrækt/ = VERB: αλληλεπιδρώ, επιδρώ αμοιβαία;
USER: αλληλεπιδρούν, αλληλεπιδράσουν, αλληλεπίδραση, αλληλεπιδράσει, αλληλεπιδρά
GT
GD
C
H
L
M
O
interaction
/ˌɪn.təˈræk.ʃən/ = NOUN: αλληλεπίδραση;
USER: αλληλεπίδραση, αλληλεπίδρασης, την αλληλεπίδραση, διάδραση, αλληλεπιδράσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
interactions
/ˌɪn.təˈræk.ʃən/ = NOUN: αλληλεπίδραση;
USER: αλληλεπιδράσεις, αλληλεπιδράσεων, αλληλεπίδρασης, αλληλεπίδραση, τις αλληλεπιδράσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
interests
/ˈɪn.trəst/ = NOUN: τόκος, συμφέρο, ενδιαφέρο;
VERB: ενδιαφέρω;
USER: συμφέροντα, συμφερόντων, τα συμφέροντα, συμφέροντά, συμφέρον
GT
GD
C
H
L
M
O
interface
/ˈɪn.tə.feɪs/ = USER: interface, διεπαφή, διασύνδεση, διεπαφής, διασύνδεσης
GT
GD
C
H
L
M
O
internet
/ˈɪn.tə.net/ = NOUN: Internet, Διαδίκτυο;
USER: Διαδίκτυο, Internet, Ίντερνετ, στο internet, στο Ίντερνετ
GT
GD
C
H
L
M
O
into
/ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις;
USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη
GT
GD
C
H
L
M
O
intrusions
/ɪnˈtruː.ʒən/ = NOUN: παρείσδυση, εισχώρηση;
USER: εισβολές, διεισδύσεις, εισβολών, επεμβάσεις, παρείσφρησης
GT
GD
C
H
L
M
O
intuitive
/ɪnˈtjuː.ɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ενστικτώδης, προαισθηματικός;
USER: διαισθητική, διαισθητικό, διαισθητικές, έξυπνο, διαισθητικά
GT
GD
C
H
L
M
O
investigating
/inˈvestiˌgāt/ = VERB: ερευνώ, διερευνώ, εξετάζω;
USER: διερεύνηση, διερεύνησης, τη διερεύνηση, ερευνά, διερευνά
GT
GD
C
H
L
M
O
investigators
/inˈvestiˌgātər/ = NOUN: ανακριτής, εξεταστής;
USER: ερευνητές, ανακριτές, οι ερευνητές, οι ανακριτές, ανακριτών
GT
GD
C
H
L
M
O
irrelevant
/ɪˈrel.ɪ.vənt/ = ADJECTIVE: άσχετος;
USER: άσχετος, ασκεί επιρροή, άνευ σημασίας, άσχετο, άσχετη
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
issues
/ˈɪʃ.uː/ = NOUN: ζήτημα, έκδοση, τεύχος, έκβαση, έξοδος, γένος;
VERB: εκδίδω, εκπέμπω, απορρέω, εξέρχομαι, επακολουθώ;
USER: θέματα, ζητήματα, τα θέματα, τα ζητήματα, θέματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
its
/ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του;
USER: του, της, τους, τους
GT
GD
C
H
L
M
O
itself
/ɪtˈself/ = PRONOUN: εαυτό, αυτό κάθε αυτό;
USER: εαυτό, ίδια, ίδιο, η ίδια, μόνη
GT
GD
C
H
L
M
O
jokes
/dʒəʊk/ = NOUN: αστείο, χωρατό, αστεϊσμός;
VERB: αστειεύομαι;
USER: ανέκδοτα, αστεία, τα αστεία, αστείων, jokes
GT
GD
C
H
L
M
O
just
/dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά;
ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος;
USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
justified
/ˈdʒʌs.tɪ.faɪd/ = VERB: δικαιολογώ, δικαιώνω, ισάζω;
USER: αιτιολογημένες, δικαιολογείται, δικαιολογημένη, δικαιολογημένες, δικαιολογημένο
GT
GD
C
H
L
M
O
keeps
/kiːp/ = NOUN: διατήρηση, συντήρηση, φαί;
VERB: κρατώ, διατηρώ, μένω, φυλάσσω, συντηρώ, συντηρούμαι, γιορτάζω;
USER: κρατά, διατηρεί, κρατάει, συνεχίζει, τηρεί
GT
GD
C
H
L
M
O
keyboard
/ˈkiː.bɔːd/ = NOUN: πληκτρολόγιο, κλειδιά;
USER: πληκτρολόγιο, πληκτρολογίου, το πληκτρολόγιο, πληκτρολόγιό, του πληκτρολογίου
GT
GD
C
H
L
M
O
keyboards
/ˈkiː.bɔːd/ = NOUN: πληκτρολόγιο, κλειδιά;
USER: πληκτρολόγια, keyboards, πλήκτρα, πληκτρολογίων, πληκτρολόγιο
GT
GD
C
H
L
M
O
language
/ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα;
USER: γλώσσα, γλώσσας, γλωσσών, γλώσσες, γλωσσικές, γλωσσικές
GT
GD
C
H
L
M
O
languages
/ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα;
USER: γλώσσες, γλωσσών, γλώσσα, γλώσσες που, γλώσσες της
GT
GD
C
H
L
M
O
large
/lɑːdʒ/ = NOUN: μεγάλο;
ADJECTIVE: μεγάλος, ευρύς, μέγας, πλατύς;
USER: μεγάλο, μεγάλος, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα, μεγάλα
GT
GD
C
H
L
M
O
last
/lɑːst/ = ADJECTIVE: τελευταίος, τελικός, ύστατος;
NOUN: καλαπόδι;
VERB: διαρκώ;
USER: τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίας, περασμένο, περασμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
latest
/ˈleɪ.tɪst/ = NOUN: αργότερο;
ADJECTIVE: τελευταίος, νεώτατος;
USER: αργότερο, τελευταία, τελευταίες, πρόσφατες, τελευταίο
GT
GD
C
H
L
M
O
leaders
/ˈliː.dər/ = NOUN: ηγέτης, καθοδηγητής, πρωτεργάτης, οδηγητής;
USER: ηγέτες, οι ηγέτες, ηγετών, τους ηγέτες, ηγέτες της
GT
GD
C
H
L
M
O
leap
/liːp/ = NOUN: πήδημα, ανασκίρτημα;
VERB: πηδώ;
USER: πήδημα, άλμα, πηδούν, πηδήξει, πηδήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
learn
/lɜːn/ = VERB: μαθαίνω, μανθάνω, πηδώ;
USER: μάθετε, μαθαίνουν, να μάθουν, μάθουν, μάθει, μάθει
GT
GD
C
H
L
M
O
learning
/ˈlɜː.nɪŋ/ = NOUN: vzdělání, studium, učenost, vědomost;
USER: μάθηση, μάθησης, εκμάθηση, εκμάθησης, μαθησιακές, μαθησιακές
GT
GD
C
H
L
M
O
left
/left/ = ADJECTIVE: αριστερά, αριστερός;
USER: αριστερά, έφυγε, μείνει, αφεθεί, άφησε
GT
GD
C
H
L
M
O
legal
/ˈliː.ɡəl/ = ADJECTIVE: νομικός, νόμιμος;
USER: νόμιμος, νομικός, νομική, νομικό, νομικές
GT
GD
C
H
L
M
O
lengthy
/ˈleŋ.θi/ = ADJECTIVE: εκτενής, μάκρος;
USER: εκτενής, μακρά, χρονοβόρες, χρονοβόρα, μακρές
GT
GD
C
H
L
M
O
less
/les/ = ADVERB: μείον, ολιγώτερα;
ADJECTIVE: μικρότερος, λιγότερος, ολιγώτερος, ελάσσων;
USER: μείον, μικρότερος, λιγότερο, μικρότερη, μικρότερο
GT
GD
C
H
L
M
O
lets
/let/ = VERB: αφήνω, επιτρέπω, ενοικιάζω, αφίνω;
NOUN: μίσθωση, κώλυμα;
USER: αφήνει, επιτρέπει, σας δίνει τη δυνατότητα, ας, σας επιτρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
like
/laɪk/ = CONJUNCTION: σαν;
VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν;
ADJECTIVE: όμοιος;
ADVERB: καθώς, αφάνταστα;
USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η
GT
GD
C
H
L
M
O
likely
/ˈlaɪ.kli/ = ADJECTIVE: πιθανός, αρμοδιότης;
USER: πιθανός, πιθανό, ενδέχεται, πιθανόν, πιθανότητες
GT
GD
C
H
L
M
O
listening
/ˈlisən/ = VERB: ακούω, αφουγκράζομαι, προσέχω, ακροώμαι;
USER: ακούτε, ακούγοντας, ακρόασης, ακρόαση, ακούει, ακούει
GT
GD
C
H
L
M
O
m
/əm/ = USER: m, μ, μ., τ.μ., μέτρα
GT
GD
C
H
L
M
O
machine
/məˈʃiːn/ = NOUN: μηχανή;
USER: μηχανή, μηχάνημα, μηχανής, μηχανήματος, ρούχων
GT
GD
C
H
L
M
O
machines
/məˈʃiːn/ = NOUN: μηχανή;
USER: μηχανές, μηχανήματα, μηχανημάτων, μηχανών, ρούχων
GT
GD
C
H
L
M
O
magic
/ˈmædʒ.ɪk/ = NOUN: μαγεία;
ADJECTIVE: μαγικός;
USER: μαγεία, ιατρικό, μαγικό, μαγική, μαγείας, μαγείας
GT
GD
C
H
L
M
O
mails
/meɪl/ = NOUN: ταχυδρομείο, αλληλογραφία, θώρακας, πανοπλία;
VERB: ταχυδρομώ, θωρακίζω, στέλνω ταχυδρομικώς, ταχυδρομίζω;
USER: mails, μηνύματα, μηνυμάτων, ταχυδρομείου, μηνύματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
maintain
/meɪnˈteɪn/ = VERB: διατηρώ, υποστηρίζω, συντηρώ, ισχυρίζομαι;
USER: διατηρούν, διατηρηθεί, διατήρηση, διατηρήσει, διατηρεί
GT
GD
C
H
L
M
O
making
/ˈmeɪ.kɪŋ/ = NOUN: κατασκευή, ποίηση;
USER: κατασκευή, καθιστώντας, κάνει, λήψης, κάνοντας, κάνοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
manifestation
/ˌmæn.ɪ.fesˈteɪ.ʃən/ = NOUN: εκδήλωση, φανέρωση;
USER: εκδήλωση, εκδήλωσης, έκφραση, φανέρωση
GT
GD
C
H
L
M
O
manner
/ˈmæn.ər/ = NOUN: τρόπος;
USER: τρόπος, τρόπο, τον τρόπο, τρόπο που, τρόπο με
GT
GD
C
H
L
M
O
many
/ˈmen.i/ = ADJECTIVE: πολοί;
USER: πολλά, πολλές, πολλοί, πολλούς, πολλών, πολλών
GT
GD
C
H
L
M
O
matters
/ˈmæt.ər/ = NOUN: ζήτημα, ύλη, υπόθεση, ουσία, πράγμα, ενδιαφέρο;
VERB: σημαίνω;
USER: θέματα, ζητήματα, τα θέματα, υποθέσεις, θέματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
may
/meɪ/ = VERB: ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορώ, δύναμαι, may-, may, let, may, I wish, I wish, may;
USER: ενδέχεται, επιτρέπεται, ίσως, μπορεί, μπορούν, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
meaning
/mēn/ = NOUN: έννοια, νόημα;
USER: έννοια, νόημα, την έννοια, σημαίνει, που σημαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
means
/miːnz/ = NOUN: μέσα, μέσο;
USER: μέσα, μέσο, σημαίνει, νοείται, σημαίνει ότι, σημαίνει ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
menus
/ˈmen.juː/ = NOUN: μενού, κατάλογος, κατάλογος επιλογής, κατάλογος φαγητών;
USER: μενού, τα μενού, μενού του, επιλογές
GT
GD
C
H
L
M
O
messages
/ˈmes.ɪdʒ/ = NOUN: μήνυμα, άγγελμα, διάγγελμα, παραγγελία;
USER: μηνύματα, μηνυμάτων, τα μηνύματα, μηνύματα που, μηνύματά
GT
GD
C
H
L
M
O
microphones
/ˈmaɪ.krə.fəʊn/ = NOUN: μικρόφωνο;
USER: μικρόφωνα, μικροφώνων, τα μικρόφωνα, ΜΙΚΡΟΦΩΝΑ, μικρόφωνα Μικρόφωνα
GT
GD
C
H
L
M
O
might
/maɪt/ = NOUN: δύναμη, ισχύς, κραταιότητα, κραταιότης;
USER: δύναμη, θα μπορούσε, μπορούσε, ενδέχεται, ενδέχεται να, ενδέχεται να
GT
GD
C
H
L
M
O
millions
/ˈmɪl.jən/ = USER: εκατομμύρια, εκατομμυρίων, τα εκατομμύρια, εκατ.
GT
GD
C
H
L
M
O
minor
/ˈmaɪ.nər/ = ADJECTIVE: ανήλικος, ελάσσων, μικρός, ασήμαντος, μικρότερος;
USER: ανήλικος, ελάσσων, μικρές, ήσσονος σημασίας, ανηλίκου
GT
GD
C
H
L
M
O
minutes
/ˈmɪn.ɪt/ = NOUN: πρακτικά;
USER: πρακτικά, λεπτά, λεπτών, λεπτά με, λεπτά με τα, λεπτά με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
mobile
/ˈməʊ.baɪl/ = ADJECTIVE: κινητός, ευκίνητος, σβέλτος;
USER: κινητός, κινητό, κινητά, κινητής, κινητών, κινητών
GT
GD
C
H
L
M
O
more
/mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο;
ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος;
USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο
GT
GD
C
H
L
M
O
mortgages
/ˈmɔː.ɡɪdʒ/ = NOUN: υποθήκη;
USER: υποθήκες, στεγαστικά δάνεια, ενυπόθηκα δάνεια, υποθηκών, στεγαστικά
GT
GD
C
H
L
M
O
most
/məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον;
ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος;
NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα;
USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι
GT
GD
C
H
L
M
O
mostly
/ˈməʊst.li/ = ADVERB: κυρίως, ως επί το πλείστον;
USER: ως επί το πλείστον, κυρίως, επί το πλείστον, συνήθως, κύριο λόγο
GT
GD
C
H
L
M
O
much
/mʌtʃ/ = ADVERB: πολύ;
ADJECTIVE: πολύς;
USER: πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος, μεγάλο μέρος
GT
GD
C
H
L
M
O
murder
/ˈmɜː.dər/ = NOUN: δολοφονία, φόνος, φονικό;
VERB: φονεύω;
USER: δολοφονία, φόνος, φόνο, δολοφονίας, τη δολοφονία
GT
GD
C
H
L
M
O
music
/ˈmjuː.zɪk/ = NOUN: μουσική;
USER: μουσική, μουσικής, τη μουσική, μουσικά, μουσικού
GT
GD
C
H
L
M
O
must
/mʌst/ = USER: must-, must, ought, have to, must, ought, μούστος, γλεύκος;
USER: πρέπει, πρέπει να, must, οφείλει, σταφυλιών, σταφυλιών
GT
GD
C
H
L
M
O
name
/neɪm/ = NOUN: όνομα, φήμη, προσωνυμία, υπόληψη;
VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω;
USER: όνομα, ονομασία, ονόματος, όνομά, το όνομα, το όνομα
GT
GD
C
H
L
M
O
natural
/ˈnætʃ.ər.əl/ = ADJECTIVE: φυσικός, φυσιολογικός, εκ φύσεως, έμφυτος;
USER: φυσικός, φυσικό, φυσικών, φυσικά, φυσική, φυσική
GT
GD
C
H
L
M
O
nearby
/ˌnɪəˈbaɪ/ = ADVERB: πλησίον;
ADJECTIVE: γειτονικός;
USER: πλησίον, κοντά, κοντινές, κοντινά, γύρω από το ξενοδοχείο
GT
GD
C
H
L
M
O
nearly
/ˈnɪə.li/ = ADVERB: σχεδόν, πλησίον;
USER: σχεδόν, περίπου, σχεδόν το, έφτασε, από σχεδόν
GT
GD
C
H
L
M
O
need
/niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία;
VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη;
USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε
GT
GD
C
H
L
M
O
new
/njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος;
USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες
GT
GD
C
H
L
M
O
not
/nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη;
USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
noted
/ˈnəʊ.tɪd/ = ADJECTIVE: φημισμένος, διάσημος, πασίγνωστος;
USER: Σημειώνεται, σημείωσε, σημειωθεί, Επισημαίνεται, επισημανθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
now
/naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν;
USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
off
/ɒf/ = ADVERB: μακριά από;
ADJECTIVE: σβηστός;
USER: μακριά από, από, off, εκτός, μακριά, μακριά
GT
GD
C
H
L
M
O
offering
/ˈɒf.ər.ɪŋ/ = NOUN: προσφορά, θυσία;
USER: προσφορά, προσφέρει, προσφέροντας, προσφέρουν, που προσφέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
ok
/ˌəʊˈkeɪ/ = NOUN: καλά;
USER: εντάξει, ok, ΟΚ, κουμπί OK, OK για
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
one
/wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις;
USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια
GT
GD
C
H
L
M
O
operate
/ˈɒp.ər.eɪt/ = VERB: λειτουργώ, χειρίζομαι, εργάζομαι, ενεργώ, κάνω εγχείρηση;
USER: λειτουργούν, λειτουργία, λειτουργεί, λειτουργήσει, λειτουργήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
or
/ɔːr/ = CONJUNCTION: ή;
USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την
GT
GD
C
H
L
M
O
order
/ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας;
VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω;
USER: παραγγελία, τάξη, διαταγή, εντολή, προκειμένου
GT
GD
C
H
L
M
O
other
/ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος;
USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους
GT
GD
C
H
L
M
O
out
/aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω;
PREPOSITION: εκτός, εκ;
USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
output
/ˈaʊt.pʊt/ = NOUN: παραγωγή, απόδοση, προϊόν;
USER: παραγωγή, απόδοση, προϊόν, εξόδου, παραγωγής
GT
GD
C
H
L
M
O
over
/ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ;
ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από
GT
GD
C
H
L
M
O
overcome
/ˌəʊ.vəˈkʌm/ = VERB: καταβάλλω, υπερισχύω, κατανικώ;
USER: ξεπεραστούν, ξεπεραστεί, ξεπεράσει, να ξεπεραστούν, ξεπεράσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
overheard
/ˌəʊ.vəˈhɪər/ = VERB: ακούω τυχαία, ακούω τυχαίως, ωτακουστώ;
USER: κρυφακούσει, άκουσε, overheard, άκουγε, ακούσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
people
/ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς;
VERB: κατοικίζω;
USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
personal
/ˈpɜː.sən.əl/ = ADJECTIVE: προσωπικός, ιδιωτικός;
USER: προσωπικός, προσωπική, προσωπικού, προσωπικών, προσωπικά
GT
GD
C
H
L
M
O
personalised
/ˈpərsənəlˌīz/ = VERB: προσωποποιώ, καθιστώ προσωπικόν;
USER: εξατομικευμένη, εξατομικευμένες, εξατομικευμένο, εξατομικευμένων, εξατομικευμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
phones
/fəʊn/ = NOUN: τηλέφωνο;
VERB: τηλεφωνώ;
USER: τηλέφωνα, κινητά τηλέφωνα, τα τηλέφωνα, τηλεφώνων, κινητά
GT
GD
C
H
L
M
O
phrase
/freɪz/ = NOUN: φράση;
VERB: εκφράζω;
USER: φράση, φράσης, πρόταση, έκφραση, ιδιωματική έκφραση
GT
GD
C
H
L
M
O
play
/pleɪ/ = NOUN: παιχνίδι, παιγνίδι, θεατρικό έργο, παίγνιο;
VERB: παίζω;
USER: παιχνίδι, παίζω, παίξει, παίζουν, διαδραματίσει, διαδραματίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
point
/pɔɪnt/ = NOUN: σημείο, μύτη, άκρη, ακμή, προκείμενο;
USER: σημείο, στοιχείο, το σημείο, σημείου, σημείου
GT
GD
C
H
L
M
O
police
/pəˈliːs/ = NOUN: αστυνομία;
USER: αστυνομία, αστυνομίας, της αστυνομίας, αστυνομικής, αστυνομική
GT
GD
C
H
L
M
O
poses
/pəʊz/ = NOUN: πόζα, στάση;
USER: ενέχει, θέτει, δημιουργεί, εγκυμονεί, αποτελεί
GT
GD
C
H
L
M
O
potential
/pəˈten.ʃəl/ = ADJECTIVE: δυνητικός, ενδεχόμενος;
USER: δυνητικός, δυναμικό, δυνατότητες, δυναμικού, δυνατότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
power
/paʊər/ = NOUN: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια;
USER: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια, ισχύος
GT
GD
C
H
L
M
O
powered
/-paʊəd/ = USER: τροφοδοτείται, powered, τροφοδοτούνται, κινούνται, που κινούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
powerful
/ˈpaʊə.fəl/ = ADJECTIVE: ισχυρός, δυνατός;
USER: ισχυρός, δυνατός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά
GT
GD
C
H
L
M
O
primitive
/ˈprɪm.ɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: πρωτόγονος, αρχέγονος, αρχικός;
NOUN: θεμελιακό στοιχείο;
USER: πρωτόγονος, πρωτόγονη, πρωτόγονες, πρωτόγονο, πρωτόγονα
GT
GD
C
H
L
M
O
print
/prɪnt/ = VERB: τυπώνω, εκτυπώ, αποτυπώ, αποτυπώνω;
NOUN: στάμπα, αποτύπωμα, κόπια, τύπος;
USER: εκτύπωση, εκτυπώσετε, εκτυπώστε, εκτύπωσης, εκτυπώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
privacy
/ˈprɪv.ə.si/ = NOUN: μυστικότητα, ησυχία, μοναξιά, ερημιά, μυστικότης;
USER: μυστικότητα, ησυχία, προστασία προσωπικών δεδομένων, ιδιωτικής ζωής, προσωπικών δεδομένων
GT
GD
C
H
L
M
O
prize
/praɪz/ = NOUN: βραβείο, έπαθλο, μόχλευσις, λάφυρο, μόχλευση;
VERB: αναμοχλεύω, εκτιμώ, σηκώνω με μοχλό;
USER: βραβείο, έπαθλο, βραβείου, το βραβείο, βραβείων
GT
GD
C
H
L
M
O
problem
/ˈprɒb.ləm/ = NOUN: πρόβλημα, προβληματισμός;
USER: πρόβλημα, προβλήματος, ζήτημα, το πρόβλημα, πρόβλημα που, πρόβλημα που
GT
GD
C
H
L
M
O
proliferating
/prəˈlifəˌrāt/ = VERB: πληθύνω, πολλαπλασιάζω, αυξάνω;
USER: πολλαπλασιαζόμενα, πολλαπλασιασμό, πολλαπλασιάζονται, πολλαπλασιαζόμενων, πολλαπλασιαζόμενες
GT
GD
C
H
L
M
O
proves
/pruːv/ = VERB: αποδεικνύω, δοκιμάζω;
USER: αποδεικνύει, αποδεικνύεται, αποδεικνύει την, αποδείξει, αποδεικνύεται ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
providing
/prəˈvaɪd/ = NOUN: χορήγηση;
USER: χορήγηση, παροχή, παρέχοντας, την παροχή, παρέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
questions
/ˈkwes.tʃən/ = NOUN: ερώτηση, ζήτημα, πρόβλημα, συζήτηση, απορία;
VERB: ερωτώ, αμφισβητώ, εξετάζω;
USER: ερωτήσεις, ερωτήματα, ερωτήσεων, ερωτημάτων, ζητήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
radio
/ˈreɪ.di.əʊ/ = NOUN: ραδιόφωνο, ράδιο, ασύρματος, ασύρματος τηλεγράφος, ασύρματο τηλέφωνο, τηλεγράφος;
USER: ραδιόφωνο, ράδιο, ραδιοφώνου, ραδιοφωνικών, ραδιοφωνικό
GT
GD
C
H
L
M
O
raises
/reɪz/ = NOUN: αύξηση;
VERB: εγείρω, σηκώνω, ανυψώνω, υψώνω, μεγαλώνω, υψώ, αίρω, ανατρέφω, συλλέγω;
USER: εγείρει, θέτει, αυξάνει, προβάλλει, δημιουργεί
GT
GD
C
H
L
M
O
rapidly
/ˈræp.ɪd/ = ADVERB: ταχέως, ραγδαία, γοργά, αλματωδώς;
USER: ταχέως, ραγδαία, γοργά, γρήγορα, ταχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
rather
/ˈrɑː.ðər/ = ADVERB: μάλλον, κάπως, προτιμότερο, κάλλιο;
USER: μάλλον, όχι, και όχι, αντί, παρά
GT
GD
C
H
L
M
O
re
/riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του;
NOUN: ρε;
USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι
GT
GD
C
H
L
M
O
reach
/riːtʃ/ = NOUN: έκταση, φθάσιμο, τέντωμα, εφικτή απόσταση;
VERB: φθάνω, εκτείνω, εκτείνομαι;
USER: φθάσουν, φτάσουν, φτάσετε, φτάσει, φθάσει, φθάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
reason
/ˈriː.zən/ = NOUN: λόγος, αιτία, λογικό, φρένα;
VERB: συζητώ, λογικεύομαι, κρίνω;
USER: λόγος, αιτία, λόγο, λόγω, λόγος για, λόγος για
GT
GD
C
H
L
M
O
recognise
/ˈrek.əɡ.naɪz/ = VERB: αναγνωρίζω, γνωρίζω;
USER: αναγνωρίζω, αναγνωρίζουν, αναγνωρίσει, αναγνωρίζει, αναγνωρίσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
refusal
/rɪˈfjuː.zəl/ = NOUN: άρνηση;
USER: άρνηση, άρνησης, απαραδέκτου, απόρριψη, αρνήσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
refused
/rɪˈfjuːz/ = VERB: αρνούμαι, απορρίπτω;
USER: αρνήθηκε, αρνήθηκαν, απορρίπτεται, αρνηθεί, απέρριψε
GT
GD
C
H
L
M
O
regulators
/ˈregyəˌlātər/ = NOUN: ρυθμιστής;
USER: ρυθμιστές, ρυθμιστικές, ρυθμιστικές αρχές, ρυθμιστικών αρχών, ρυθμιστικών
GT
GD
C
H
L
M
O
relatively
/ˈrel.ə.tɪv.li/ = USER: σχετικά, σχετικώς
GT
GD
C
H
L
M
O
relaying
/rəˈlā,ˈrēˌlā/ = USER: μετεγκατάστασης, μετεγκατάσταση, διαβίβαση, τη μετεγκατάσταση, από μετεγκατάσταση,
GT
GD
C
H
L
M
O
reliably
/rɪˈlaɪə.bl̩/ = ADVERB: αξιοπίστως, υπευθυνώς, με εμπιστοσύνη;
USER: αξιόπιστα, αξιοπιστία, με αξιοπιστία, αξιόπιστο, αξιόπιστη
GT
GD
C
H
L
M
O
remain
/rɪˈmeɪn/ = VERB: μένω, διατελώ, απομένω, υπολείπομαι;
USER: παραμένουν, εξακολουθούν να, παραμείνει, παραμένει, εξακολουθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
render
/ˈren.dər/ = VERB: προσφέρω, ανταποδίδω, καθιστώ;
NOUN: σχίζων;
USER: καθιστούν, καταστήσει, καταστήσουν, να καταστήσει, καθιστά
GT
GD
C
H
L
M
O
replace
/rɪˈpleɪs/ = VERB: αντικαθιστώ, επαναθέτω, εκτοπίζω, αναπληρώ;
USER: αντικαταστήσει, αντικαταστήστε, αντικαθιστούν, αντικατάσταση, αντικαταστήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
requests
/rɪˈkwest/ = NOUN: αίτηση, αίτημα, ζήτηση, παράκληση;
VERB: ζητώ, παρακαλώ;
USER: αιτήσεις, αιτήματα, αιτήσεων, ζητά, ζητεί
GT
GD
C
H
L
M
O
required
/rɪˈkwaɪər/ = ADJECTIVE: υποχρεούμαι;
USER: απαιτείται, που απαιτούνται, απαιτούνται, που απαιτείται, χρειάζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
requires
/rɪˈkwaɪər/ = VERB: χρειάζομαι, απαιτώ;
USER: απαιτεί, απαιτείται, απαιτεί την, απαιτεί από, προϋποθέτει, προϋποθέτει
GT
GD
C
H
L
M
O
researchers
/rɪˈsɜːtʃər/ = NOUN: ερευνητής;
USER: ερευνητές, οι ερευνητές, ερευνητών, των ερευνητών, τους ερευνητές
GT
GD
C
H
L
M
O
resident
/ˈrez.ɪ.dənt/ = NOUN: κάτοικος, διαμένων, κατοικών, διπλωματικός αντιπρόσωπος;
ADJECTIVE: μόνιμος;
USER: κάτοικος, κατοίκου, κάτοικοι, κατοικεί, κάτοικο
GT
GD
C
H
L
M
O
resolution
/ˌrez.əˈluː.ʃən/ = NOUN: ψήφισμα, ανάλυση, απόφαση, διάλυση, αποφασιστικότητα, λύση διαφωνίας, αποφασιστικότης;
USER: ψήφισμα, ανάλυση, απόφαση, ψηφίσματος, ψήφισμά
GT
GD
C
H
L
M
O
responding
/rɪˈspɒnd/ = VERB: απαντώ, αποκρίνομαι;
USER: ανταπόκριση, ανταποκρίνεται, να ανταποκρίνεται, ανταποκρίνονται, αντιμετώπιση
GT
GD
C
H
L
M
O
retrieving
/rɪˈtriːv/ = VERB: ανακτώ, ξαναβρίσκω, επανορθώ, επανορθώνω;
USER: ανάκτηση, την ανάκτηση, ανάκτησης, ανάκτηση των, ανάκληση
GT
GD
C
H
L
M
O
robotic
/rəʊˈbɒt.ɪk/ = USER: ρομποτικό, ρομποτική, ρομποτικά, ρομποτικών, ρομποτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
role
/rəʊl/ = NOUN: ρόλος, πρόσωπο;
USER: ρόλος, ρόλο, ρόλου, ο ρόλος, ρόλο που, ρόλο που
GT
GD
C
H
L
M
O
room
/ruːm/ = NOUN: δωμάτιο, αίθουσα, χώρος, τόπος;
VERB: κατοικώ;
USER: δωμάτιο, αίθουσα, δωματίου, δωμάτια, δωματίων, δωματίων
GT
GD
C
H
L
M
O
rules
/ruːl/ = NOUN: κανόνας, χάρακας, κανών διοίκηση;
VERB: κυβερνώ, χαρακώνω, διέπω;
USER: κανόνες, κανόνων, τους κανόνες, των κανόνων, κανόνες που
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
said
/sed/ = USER: είπε, δήλωσε, δήλωσε ο, είπε ο, είπε ο
GT
GD
C
H
L
M
O
say
/seɪ/ = VERB: λέγω;
USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
science
/saɪəns/ = NOUN: επιστήμη;
USER: επιστήμη, επιστήμης, της επιστήμης, την επιστήμη, επιστημονικής
GT
GD
C
H
L
M
O
screen
/skriːn/ = NOUN: οθόνη, κόσκινο, παραπέτασμα, παραβάν, προπέτασμα, προφυλακτήρ, οθόνη κινηματογράφου;
VERB: προφυλάσσω, σκεπάζω, προβάλλω επί της οθόνης, κοσκινίζω;
USER: οθόνη, οθόνης, οθόνη του, οθ νη, κόσκινο
GT
GD
C
H
L
M
O
screens
/skriːn/ = NOUN: οθόνη, κόσκινο, παραπέτασμα, παραβάν, προπέτασμα, προφυλακτήρ, οθόνη κινηματογράφου;
USER: οθόνες, οθονών, οθόνη, σίτες, οθόνης
GT
GD
C
H
L
M
O
searches
/sɜːtʃ/ = NOUN: έρευνα, ψάξιμο;
USER: αναζητήσεις, αναζητήσεων, αναζήτηση, έρευνες, αναζητήσεις Ο
GT
GD
C
H
L
M
O
section
/ˈsek.ʃən/ = NOUN: τμήμα, τομή;
VERB: χωρίζω εις τμήματα;
USER: τμήμα, τομή, ενότητα, παράγραφο, τμήματος
GT
GD
C
H
L
M
O
security
/sɪˈkjʊə.rɪ.ti/ = NOUN: ασφάλεια, εγγύηση, ασφάλιση, σιγουριά, χρεόγραφο, μετοχή, εγγυητής;
USER: ασφάλεια, ασφάλιση, εγγύηση, ασφάλειας, ασφαλείας
GT
GD
C
H
L
M
O
see
/siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω;
NOUN: επισκοπή;
USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε
GT
GD
C
H
L
M
O
seem
/sēm/ = VERB: φαίνομαι;
USER: φαίνεται, φαίνεται ότι, φαίνονται, φαίνεται να, να φαίνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
sensitive
/ˈsen.sɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ευαίσθητος, εύθικτος, αισθητικός;
USER: ευαίσθητος, ευαίσθητα, ευαίσθητο, ευαίσθητες, ευαίσθητων
GT
GD
C
H
L
M
O
sent
/sent/ = VERB: στέλνω, αποστέλλω, στέλλω, πέμπω;
USER: αποστέλλονται, αποστέλλεται, έστειλε, απέστειλε, στείλει
GT
GD
C
H
L
M
O
servers
/ˈsɜː.vər/ = NOUN: υπηρέτης, δίσκος;
USER: servers, διακομιστές, εξυπηρετητές, εξυπηρετητών, διακομιστών
GT
GD
C
H
L
M
O
set
/set/ = NOUN: σετ, σειρά, συλλογή, δύση, τάξη, σερβίτσιο;
VERB: θέτω, ορίζω, βάζω, τοποθετώ;
ADJECTIVE: ορισμένος, σταθερός;
USER: σετ, που, ρυθμίσετε, ορίζεται, ορίσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
share
/ʃeər/ = NOUN: μερίδιο, μετοχή, μερίδα, υνί, μέρος ποσοστό, μετοχή χρηματιστηρίου, ρεφενές;
VERB: συμμερίζομαι, μοιράζω, μετέχω;
USER: μετοχή, μερίδιο, μεριδίου, το μερίδιο, ποσοστό
GT
GD
C
H
L
M
O
shift
/ʃɪft/ = NOUN: αλλαγή, περίοδος εργασίας, υπεκφυγή;
VERB: μετατοπίζω, μεταλλάσσω, μετακινώ, μετακινούμαι, υπεκφεύγω;
USER: αλλαγή, μετατόπιση, στροφή, μετατοπιστεί, στραφούν
GT
GD
C
H
L
M
O
short
/ʃɔːt/ = ADJECTIVE: μικρός, κοντός, βραχύς, ελλιπής;
USER: μικρός, μικρή, σύντομο, σύντομη, μικρής
GT
GD
C
H
L
M
O
simple
/ˈsɪm.pl̩/ = ADJECTIVE: απλός, εύκολος, απλοϊκός, αφελής;
NOUN: απλούς;
USER: απλός, απλούς, απλή, απλό, απλά, απλά
GT
GD
C
H
L
M
O
simultaneous
/ˌsīməlˈtānēəs/ = ADJECTIVE: ταυτόχρονος;
USER: ταυτόχρονος, ταυτόχρονη, ταυτόχρονης, ταυτόχρονες, ταυτόχρονα
GT
GD
C
H
L
M
O
sits
/sɪt/ = VERB: καθίζω, κάθημαι, επικάθημαι, συνεδριάζω, ποζάρω;
USER: κάθεται, βρίσκεται, συνεδριάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
situation
/ˌsɪt.juˈeɪ.ʃən/ = NOUN: κατάσταση, θέση, τοποθεσία;
USER: κατάσταση, κατάστασης, περίπτωση, κατάσταση της, την κατάσταση
GT
GD
C
H
L
M
O
situations
/sɪt.juˌeɪ.ʃənz ˈveɪ.kənt/ = NOUN: κατάσταση, θέση, τοποθεσία;
USER: καταστάσεις, καταστάσεων, περιπτώσεις, τις καταστάσεις, καταστάσεις που
GT
GD
C
H
L
M
O
small
/smɔːl/ = NOUN: μικρό, μικρό μέρος, στενό μέρος;
ADJECTIVE: μικρός, μικροπρεπής, μικρούτσικος;
USER: μικρό, μικρός, μικρές, μικρή, μικρών, μικρών
GT
GD
C
H
L
M
O
smart
/smɑːt/ = ADJECTIVE: έξυπνος, κομψός, ξύπνιος, οξύς, ζωηρός, δριμύς;
NOUN: μάγκας, πόνος;
VERB: πονώ, τσούζω;
USER: έξυπνος, έξυπνη, έξυπνο, έξυπνες, έξυπνα
GT
GD
C
H
L
M
O
smartphone
/ˈsmɑːt.fəʊn/ = USER: smartphone, το smartphone, smartphone της, smartphone που, έξυπνο τηλέφωνο
GT
GD
C
H
L
M
O
smartphones
/ˈsmɑːt.fəʊn/ = USER: smartphones, smartphones που, τα smartphones
GT
GD
C
H
L
M
O
so
/səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω;
CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν;
USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
software
/ˈsɒft.weər/ = NOUN: λογισμικό;
USER: λογισμικό, λογισμικού, Software, το λογισμικό, του λογισμικού
GT
GD
C
H
L
M
O
some
/səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος;
ADVERB: περίπου;
USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια
GT
GD
C
H
L
M
O
something
/ˈsʌm.θɪŋ/ = PRONOUN: κάτι;
USER: κάτι, κάτι που, κάτι το, κάτι για, κάτι για
GT
GD
C
H
L
M
O
sometimes
/ˈsʌm.taɪmz/ = ADVERB: μερικές φορές, ενίοτε, πότε πότε, κάπου κάπου;
USER: μερικές φορές, ενίοτε, ορισμένες φορές, φορές, συχνά, συχνά
GT
GD
C
H
L
M
O
sounding
/sound/ = NOUN: βολιδοσκόπηση, βυθομέτρηση, ήχηση, ηχών;
USER: βυθομέτρηση, βολιδοσκόπηση, ήχηση, ηχεί, κρούουν
GT
GD
C
H
L
M
O
sources
/sɔːs/ = NOUN: πηγή, προέλευση;
USER: πηγές, πηγών, τις πηγές, εξακριβωμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
speak
/spiːk/ = VERB: μιλώ, ομιλώ, κουβεντιάζω;
USER: μιλώ, μιλούν, μιλήσει, μιλήσω, μιλήσουν, μιλήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
specific
/spəˈsɪf.ɪk/ = ADJECTIVE: ειδικός, συγκεκριμένος, ιδιαίτερος;
USER: συγκεκριμένος, ειδικός, ειδικές, ειδικών, συγκεκριμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
specify
/ˈspes.ɪ.faɪ/ = VERB: προσδιορίζω, ορίζω ειδικώς, ορίζω λεπτομερώς, ειδικεύω;
USER: καθορίσετε, προσδιορίζουν, προσδιορίζει, καθορίστε, καθορίζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
speech
/spiːtʃ/ = NOUN: ομιλία, λόγος, φωνή, λαλιά;
USER: ομιλία, ομιλίας, λόγου, ομιλία του, λόγο, λόγο
GT
GD
C
H
L
M
O
spell
/spel/ = VERB: συλλαβίζω, σημαίνω, γοητεύω, αντικαθιστώ, εκφέρω τα γράμματα λέξεως κατά σειρά;
NOUN: βραχύ διάστημα, γοητεία;
USER: σημάνει, ξόρκι, να σημάνει, διευκρινίσει, ορθογραφικό
GT
GD
C
H
L
M
O
spelling
/ˈspel.ɪŋ/ = NOUN: ορθογραφία;
USER: ορθογραφία, ορθογραφικά, ορθογραφίας, εκθέτει, θα εκθέτει
GT
GD
C
H
L
M
O
spells
/spel/ = VERB: συλλαβίζω, σημαίνω, γοητεύω, αντικαθιστώ, εκφέρω τα γράμματα λέξεως κατά σειρά;
NOUN: βραχύ διάστημα, γοητεία;
USER: ξόρκια, τα ξόρκια, μάγια, περιόδους, περιόδων
GT
GD
C
H
L
M
O
start
/stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα;
VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι;
USER: αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, ξεκινήσει, αρχίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
stations
/ˈæk.ʃən ˌsteɪ.ʃənz/ = NOUN: σταθμός, θέση;
VERB: θέτω, τοποθετώ;
USER: σταθμούς, σταθμοί, σταθμών, πρατήρια, σταθμούς του
GT
GD
C
H
L
M
O
status
/ˈsteɪ.təs/ = NOUN: κατάσταση, θέση;
USER: κατάσταση, θέση, καθεστώς, κατάστασης, καθεστώτος
GT
GD
C
H
L
M
O
still
/stɪl/ = ADVERB: ακόμη, όμως;
ADJECTIVE: ακίνητος, ήρεμος, ήσυχος, ακούνητος;
NOUN: ηρεμία, πόζα, αποσταλακτήρ, λαμπίκος;
VERB: καθησυχάζω, λαμπικάρω;
USER: ακόμη, ακόμα, εξακολουθεί, εξακολουθεί να, εξακολουθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
stilted
/ˈstɪl.tɪd/ = ADJECTIVE: δύσκαμπτος, πομπώδης, αξιοπρεπής;
USER: δύσκαμπτος, πομπώδης, εξεζητημένη, αξιοπρεπής
GT
GD
C
H
L
M
O
storing
/stɔːr/ = NOUN: εναποθήκευση;
USER: εναποθήκευση, αποθήκευση, την αποθήκευση, αποθήκευσης, αποθήκευση των
GT
GD
C
H
L
M
O
street
/striːt/ = NOUN: δρόμος, οδός;
USER: δρόμος, οδός, δρόμο, δρόμου, οδό, οδό
GT
GD
C
H
L
M
O
such
/sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε;
USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών
GT
GD
C
H
L
M
O
sufficiently
/səˈfɪʃ.ənt/ = ADVERB: επαρκώς, αρκετά;
USER: επαρκώς, αρκετά, αρκούντως, επαρκή, ικανοποιητικά
GT
GD
C
H
L
M
O
survive
/səˈvaɪv/ = VERB: επιζώ;
USER: επιβιώσουν, επιβιώσει, επιβιώνουν, επιβίωση, επιζήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
system
/ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος;
USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
systems
/ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος;
USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
t
/tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί
GT
GD
C
H
L
M
O
table
/ˈteɪ.bl̩/ = NOUN: τραπέζι, τράπεζα, πίναξ;
ADJECTIVE: επιτραπέζιος;
VERB: θέτω επί τη τράπεζα, αναβάλλω συζήτηση;
USER: τραπέζι, πίνακα, πίνακας, πίνακα που, επιτραπέζια
GT
GD
C
H
L
M
O
talk
/tɔːk/ = NOUN: ομιλία, κουβέντα, συνδιάλεξη;
VERB: μιλώ, συνομιλώ, κουβεντιάζω, ομιλώ;
USER: μιλήστε, μιλούν, μιλήσετε, μιλάμε, μιλήσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
talking
/ˈtɔː.kɪŋ.tuː/ = NOUN: ομιλία, λόγια;
ADJECTIVE: ομιλών;
USER: ομιλία, λόγια, μιλάμε, μιλάει, μιλώντας
GT
GD
C
H
L
M
O
tasks
/tɑːsk/ = NOUN: έργο, αγγαρεία;
USER: καθήκοντα, εργασίες, τα καθήκοντα, καθηκόντων, καθήκοντά
GT
GD
C
H
L
M
O
technique
/tekˈniːk/ = NOUN: τεχνική;
USER: τεχνική, τεχνικής, τεχνική που, την τεχνική, τεχνική για
GT
GD
C
H
L
M
O
technology
/tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία;
USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών
GT
GD
C
H
L
M
O
tell
/tel/ = VERB: λέγω, διηγούμαι, ιστορώ, αριθμώ;
USER: πείτε, πει, πω, ενημερώστε, λένε
GT
GD
C
H
L
M
O
ten
/ten/ = USER: ten-, ten, δεκάδα;
USER: δέκα, από δέκα, δεκάδα, δεκάδα
GT
GD
C
H
L
M
O
terrorist
/ˈter.ə.rɪst/ = NOUN: τρομοκράτης;
USER: τρομοκράτης, τρομοκρατικές, τρομοκρατικών, τρομοκρατίας, τρομοκρατική
GT
GD
C
H
L
M
O
text
/tekst/ = NOUN: κείμενο, εδάφιο, θέμα;
USER: κείμενο, κείμενο που, κειμένου, το κείμενο, κειμένων
GT
GD
C
H
L
M
O
th
/ˈTHôrēəm/ = USER: ου, th, ος, λέξη, λέξη
GT
GD
C
H
L
M
O
than
/ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά;
USER: από, παρά, των, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
thanks
/θæŋks/ = NOUN: ευχαριστίες;
USER: ευχαριστίες, ευχαριστώ, χάρη, Ευχαριστούμε, Thanks
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
them
/ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς;
USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά
GT
GD
C
H
L
M
O
then
/ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν;
USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν
GT
GD
C
H
L
M
O
they
/ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί;
USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
this
/ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος;
USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα
GT
GD
C
H
L
M
O
though
/ðəʊ/ = CONJUNCTION: αν και, μολονότι, εν τούτοις, καίτοι;
USER: αν και, μολονότι, εν τούτοις, αν, όμως
GT
GD
C
H
L
M
O
through
/θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με
GT
GD
C
H
L
M
O
timer
/ˈtaɪ.mər/ = NOUN: μετρών την ώραν, κρατών την ώραν;
USER: χρονόμετρο, χρονοδιακόπτη, timer, χρονοδιακόπτης, χρονομέτρου
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
today
/təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα;
USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το
GT
GD
C
H
L
M
O
too
/tuː/ = ADVERB: πολύ, επίσης, πάρα πολύ;
USER: πάρα πολύ, πολύ, επίσης, υπερβολικά, πάρα, πάρα
GT
GD
C
H
L
M
O
top
/tɒp/ = NOUN: κορυφή, πάνω, σβούρα, σκέπασμα;
ADJECTIVE: ανώτατος;
VERB: σκεπάζω, υπερβάλω;
USER: κορυφή, πάνω, τοπ, κορυφαία, αρχή
GT
GD
C
H
L
M
O
touchscreen
/ˈtʌtʃ.skriːn/ = USER: οθόνη αφής, αφής, touchscreen, οθόνης αφής
GT
GD
C
H
L
M
O
touchscreens
/ˈtʌtʃ.skriːn/ = USER: οθόνες αφής, αφής, οθόνες επαφής, touchscreens
GT
GD
C
H
L
M
O
tracks
/træk/ = NOUN: τροχιά, ίχνος, αποβάθρα, δρόμος, γραμμές σιδηροδρόμου, πατημασιά, στίβος;
VERB: ανιχνεύω, ακολουθώ τα ίχνη, ιχνηλατώ;
USER: κομμάτια, κομματιών, διαδρομές, τραγουδιών, πίστες
GT
GD
C
H
L
M
O
trade
/treɪd/ = NOUN: εμπόριο, τέχνη;
VERB: ανταλλάσσω, εμπορεύομαι, συναλλάσσομαι;
USER: εμπόριο, συναλλαγές, το εμπόριο, εμπορίου, εμπορικές, εμπορικές
GT
GD
C
H
L
M
O
trained
/treɪnd/ = VERB: προπονούμαι, γυμνάζομαι, γυμνάζω, διευθύνω, προγυμνάζω, σύρω, εξασκώ, εξασκούμαι;
USER: εκπαιδεύονται, εκπαιδευμένο, εκπαιδευτεί, εκπαιδευμένοι, εκπαιδευθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
training
/ˈtreɪ.nɪŋ/ = NOUN: εκπαίδευση, προπόνηση, εξάσκηση, γύμναση;
USER: εκπαίδευση, προπόνηση, κατάρτισης, κατάρτιση, εκπαίδευσης
GT
GD
C
H
L
M
O
transcription
/trænˈskrɪp.ʃən/ = NOUN: μεταγραφή, αντιγραφή, αντίγραφο, ηχογράφηση, φωνογραφική ταινία γι' εκπομπή από ραδιόφωνου;
USER: μεταγραφή, μεταγραφής, μετεγγραφής, της μεταγραφής, μετεγγραφή
GT
GD
C
H
L
M
O
transform
/trænsˈfɔːm/ = VERB: μετατρέπω, μετασχηματίζω, μεταμορφώ, μεταμορφώνω;
USER: μετασχηματισμό, μετατρέπουν, μετατρέψει, μετατροπή, μετατρέψουν
GT
GD
C
H
L
M
O
transforming
/trænsˈfɔːm/ = VERB: μετατρέπω, μετασχηματίζω, μεταμορφώ, μεταμορφώνω;
USER: μετατροπή, μετασχηματισμό, μετατρέποντας, τη μετατροπή, μετασχηματισμού
GT
GD
C
H
L
M
O
translation
/trænsˈleɪ.ʃən/ = NOUN: μετάφραση;
USER: μετάφραση, μετάφρασης, μεταφραστικές, μεταφραστικών, μεταφράσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
travel
/ˈtræv.əl/ = NOUN: ταξίδι, ταξίδιο;
VERB: ταξιδεύω;
USER: ταξίδι, ταξιδεύω, ταξιδεύουν, ταξιδέψετε, ταξιδέψουν
GT
GD
C
H
L
M
O
tricky
/ˈtrɪk.i/ = ADJECTIVE: πονηρός, απατηλός, ζόρικος, κατεργάρικος;
USER: δύσκολο, δυσνόητο, δύσκολη, δυσνόητη, δύσκολα
GT
GD
C
H
L
M
O
trigger
/ˈtrɪɡ.ər/ = NOUN: σκανδάλη, σκανδάλη όπλου;
VERB: θέτω εις ενέργεια, τραβώ την σκανδάλη;
USER: ενεργοποιούν, έναυσμα, προκαλέσει, να προκαλέσει, ενεργοποιήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
trivia
/ˈtrivēə/ = NOUN: ασήμαντα πράγματα;
USER: ασήμαντα πράγματα, trivia, ασήμαντα, κουίζ, και κουίζ"
GT
GD
C
H
L
M
O
truly
/ˈtruː.li/ = ADVERB: όντως, ειλικρινά, αληθώς, ειλικρινώς;
USER: αληθώς, όντως, ειλικρινά, πραγματικά, αληθινά
GT
GD
C
H
L
M
O
type
/taɪp/ = NOUN: τύπος, τυπογραφικό στοιχείο;
VERB: δακτυλογραφώ;
USER: τύπος, τύπου, τύπο, είδος, τον τύπο
GT
GD
C
H
L
M
O
typing
/ˈtaɪ.pɪŋ/ = NOUN: δακτυλογραφία;
USER: πληκτρολόγηση, πληκτρολογώντας, δακτυλογράφηση, πληκτρολογείτε, την πληκτρολόγηση
GT
GD
C
H
L
M
O
ubiquitous
/yo͞oˈbikwətəs/ = ADJECTIVE: πανταχού παρών;
USER: πανταχού παρών, πανταχού παρούσα, πανταχού, πανταχού παρόν, παντού
GT
GD
C
H
L
M
O
unable
/ʌnˈeɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ανίκανος, αδύνατων;
USER: ανίκανος, θέση, σε θέση, μπορεί, δε μπορεί
GT
GD
C
H
L
M
O
unclear
/ʌnˈklɪər/ = USER: ασαφής, ασαφές, ασαφείς, ασαφή, σαφές
GT
GD
C
H
L
M
O
under
/ˈʌn.dər/ = PREPOSITION: υπό, κάτω από, υποκάτω;
ADVERB: από κάτω;
USER: υπό, κάτω από, πλαίσιο, βάσει, στο πλαίσιο, στο πλαίσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
understand
/ˌʌn.dəˈstænd/ = VERB: pochopit, porozumět, rozumět, chápat, vyrozumět, usuzovat, mít pochopení;
USER: καταλαβαίνω, κατανοώ, κατανοήσουν, κατανοήσουμε, καταλάβετε, καταλάβετε
GT
GD
C
H
L
M
O
uniquely
/jʊˈniːk/ = ADVERB: μοναδικώς;
USER: μοναδικώς, μοναδικά, μοναδικό, μοναδική, μοναδικό τρόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
universities
/ˌyo͞onəˈvərsətē/ = NOUN: πανεπιστήμιο;
USER: πανεπιστήμια, τα πανεπιστήμια, πανεπιστημίων, των πανεπιστημίων, των πανεπιστημίων
GT
GD
C
H
L
M
O
unlock
/ʌnˈlɒk/ = VERB: ξεκλειδώνω;
USER: ξεκλειδώσετε, ξεκλείδωμα, να ξεκλειδώσετε, ξεκλειδώσει, ξεκλειδώσετε το
GT
GD
C
H
L
M
O
unreliable
/ˌənriˈlīəbəl/ = ADJECTIVE: αναξιόπιστος, ανεύθυνος;
USER: αναξιόπιστος, αναξιόπιστα, αναξιόπιστες, αναξιόπιστη, αναξιόπιστο
GT
GD
C
H
L
M
O
unresolved
/ˌʌn.rɪˈzɒlvd/ = ADJECTIVE: άλυτος;
USER: άλυτο, ανεπίλυτα, άλυτα, ανεπίλυτο, εκκρεμή
GT
GD
C
H
L
M
O
up
/ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω;
ADVERB: άνω;
ADJECTIVE: όρθιος;
VERB: εγείρομαι, υψώνω;
USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως
GT
GD
C
H
L
M
O
use
/juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης;
VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
used
/juːst/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιημένος, μεταχειρισμένος;
USER: χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται, που χρησιμοποιείται, που χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
useful
/ˈjuːs.fəl/ = ADJECTIVE: χρήσιμος, επωφελής, ωφέλιμος;
USER: χρήσιμος, χρήσιμα, χρήσιμο, χρήσιμες, χρήσιμη
GT
GD
C
H
L
M
O
user
/ˈjuː.zər/ = ADJECTIVE: μεταχειριζόμενος;
USER: χρήστη, χρήστης, χρηστών, το χρήστη, χρήσης
GT
GD
C
H
L
M
O
using
/juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν
GT
GD
C
H
L
M
O
usually
/ˈjuː.ʒu.ə.li/ = ADVERB: συνήθως;
USER: συνήθως, που συνήθως, κανόνα, κανόνα
GT
GD
C
H
L
M
O
very
/ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και;
ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος;
USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
virtual
/ˈvɜː.tju.əl/ = ADJECTIVE: πραγματικός, κατ' ουσίαν καίτοι όχι πραγματικός, κατ' αποτέλεσμα καίτοι όχι πραγματικός;
USER: εικονικό, virtual, εικονική, εικονικής, εικονικές
GT
GD
C
H
L
M
O
voice
/vɔɪs/ = NOUN: φωνή, λαλιά;
VERB: εκφράζω;
USER: φωνή, φωνής, φωνητικής, φωνητική, τη φωνή, τη φωνή
GT
GD
C
H
L
M
O
wait
/weɪt/ = NOUN: αναμονή;
VERB: περιμένω, αναμένω;
USER: περιμένετε, περιμένω, περιμένουμε, περιμένει, wait, wait
GT
GD
C
H
L
M
O
waiting
/wāt/ = NOUN: αναμονή, υπηρεσία;
USER: αναμονή, αναμονής, περιμένουν, περιμένει, περιμένοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
walking
/ˈwɔː.kɪŋ/ = NOUN: περίπατος;
USER: περίπατος, πόδια, τα πόδια, περπάτημα, κοντινή
GT
GD
C
H
L
M
O
was
/wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε
GT
GD
C
H
L
M
O
washing
/ˈwɒʃ.ɪŋ/ = NOUN: πλύσιμο, πλύση, μπουγάδα, νίψιμο;
USER: πλύσιμο, πλύση, πλυντήριο, πλύσης, πλυσίματος
GT
GD
C
H
L
M
O
way
/weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα;
USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
ways
/-weɪz/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα;
USER: τρόπους, τρόπων, τους τρόπους, τρόποι, τρόπους για, τρόπους για
GT
GD
C
H
L
M
O
we
/wiː/ = PRONOUN: εμείς;
USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
week
/wiːk/ = NOUN: εβδομάδα;
USER: εβδομάδα, την εβδομάδα, εβδομάδας, εβδομάδων, βδομάδα
GT
GD
C
H
L
M
O
welcomed
/ˈwel.kəm/ = VERB: καλωσορίζω, προϋπαντώ, υποδέχομαι;
USER: εξέφρασε την ικανοποίησή του, εξέφρασε την ικανοποίησή, χαιρέτισε, ευπρόσδεκτη, καλωσόρισε
GT
GD
C
H
L
M
O
were
/wɜːr/ = USER: ήταν, είχαν, ήσαν, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
what
/wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν;
USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια
GT
GD
C
H
L
M
O
when
/wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα;
ADVERB: πότε;
USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε
GT
GD
C
H
L
M
O
where
/weər/ = CONJUNCTION: όπου;
ADVERB: που;
USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
which
/wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός;
USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο
GT
GD
C
H
L
M
O
while
/waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον;
NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό;
VERB: περνώ;
USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι
GT
GD
C
H
L
M
O
who
/huː/ = PRONOUN: ποιός;
USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος
GT
GD
C
H
L
M
O
wholly
/ˈhəʊl.li/ = ADVERB: όλως, ολόκληρα, εξ ολόκληρου;
USER: όλως, εξ ολοκλήρου, πλήρως, εν όλω, εξ
GT
GD
C
H
L
M
O
why
/waɪ/ = ADVERB: γιατί;
USER: γιατί, Γιατί να, λόγο, οποίους, τους οποίους, τους οποίους
GT
GD
C
H
L
M
O
wide
/waɪd/ = ADJECTIVE: ευρύς, φαρδύς, πλατύς;
USER: ευρύς, ευρύ, μεγάλη, ευρεία, ευρείας, ευρείας
GT
GD
C
H
L
M
O
will
/wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη;
VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη;
USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση
GT
GD
C
H
L
M
O
windows
/ˈwɪn.dəʊ/ = NOUN: παράθυρο;
USER: παράθυρα, windows, παραθύρων, τα παράθυρα, τζάμια
GT
GD
C
H
L
M
O
wires
/waɪər/ = NOUN: σύρμα, τηλεγράφημα, τηλεγραφική;
VERB: εφοδιάζω με σύρματα, συνδέω με σύρματα, τηλεγραφώ;
USER: καλώδια, σύρματα, συρμάτων, καλωδίων, τα καλώδια
GT
GD
C
H
L
M
O
wish
/wɪʃ/ = NOUN: επιθυμία, ευχή, ευχές;
VERB: επιθυμώ, εύχομαι;
USER: επιθυμία, επιθυμώ, εύχομαι, ευχή, επιθυμούν, επιθυμούν
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
without
/wɪˈðaʊt/ = PREPOSITION: χωρίς, άνευ, δίχως, καν;
ADVERB: έξω;
USER: χωρίς, χωρίς να, δεν, χωρίς την, χωρίς την
GT
GD
C
H
L
M
O
words
/wɜːd/ = NOUN: λόγια;
USER: λόγια, λέξεις, λέξεων, δηλαδή, φράση, φράση
GT
GD
C
H
L
M
O
working
/ˈwɜː.kɪŋ/ = ADJECTIVE: εργαζόμενος;
NOUN: τρόπος εργασίας;
USER: εργασίας, εργάσιμες, που εργάζονται, εργάζονται, εργάζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
works
/wɜːk/ = NOUN: εργοστάσιο;
USER: έργα, λειτουργεί, εργάζεται, δουλεύει, εργοστασίου, εργοστασίου
GT
GD
C
H
L
M
O
world
/wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν;
USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια
GT
GD
C
H
L
M
O
writer
/ˈraɪ.tər/ = NOUN: συγγραφέας, γράφων, γραψάς, συντάκτης κείμενου;
USER: συγγραφέας, συγγραφέα, εγγραφής
GT
GD
C
H
L
M
O
years
/jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος;
USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών
GT
GD
C
H
L
M
O
you
/juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ;
USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
your
/jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj;
USER: σας, σου, σας για, το, το
488 words